Αν υπάρχει μια εποχή που θα μπορούσε να αφιερωθεί αποκλειστικά στον έρωτα δεν θα μπορούσε να είναι άλλη από την άνοιξη. Το ξύπνημα της φύσης θυμίζει μουδιασμένες καρδιές που αρχίζουν σιγά σιγά να ροδίζουν όπως αρχίζουν τα άδεια κλαδιά να στολίζονται με χρώμα.
Με τον ερχομό της εαρινής συμφωνίας μου ήρθαν στο μυαλό οι πρώτες αγάπες, οι παιδικές και οι έρωτες οι εφηβικοί. Τα υπέροχα άνθη της αμυγδαλιάς που μοιάζουν να της πιάνουν τρυφερά τα χέρια, αγαπούν σαν παιδί...Ομορφαίνουν με τα αγνά χρώματα τους και σκορπούν μια ευωδία γλυκιά, σαν το πολυπόθητο γλύκισμα που ένα παιδικό χέρι θα κόψει στα δυο για να το μοιραστεί.
Και οι μαργαρίτες που χορεύουν στο πρωινό αεράκι, έχουν κάτι από την ήβη ενός παιδιού, που λαχταρά για ζωή και ελευθερία.
Αγάπες που μοιάζουν ξεχασμένες στο πέρασμα του χρόνου, αγάπες που μοσχοβολούσαν σαν απλωμένη μπουγάδα από ασπρόρουχα και εξαργύρωσαν με τον πιο ακριβό και πολύτιμο τρόπο το πέρασμα μια ψυχής από την αθωότητα.
Μια μικρούλα καρδιά χωράει μονάχα μέσα στην άνοιξη. Ανθίζει μόνο με έναν τρόπο ευγενικό και διακριτικό και ύστερα γνωρίζει τις άλλες εποχές, τις απόλυτες. Μια καρδιά ενήλικη πια, κατασταλάζει σε μια γωνιά του χειμώνα ή απορροφά τις καυτές ακτίνες του καλοκαιριού.
Σε αυτούς λοιπόν τους έρωτες, με το χαμηλό μπόι, τα παχουλά χέρια, τα λερωμένα στόματα από σοκολάτα και τα σκισμένα μπλουτζίν, θα ύψωνα ένα ποτήρι με βαθύ κόκκινο χρώμα βυσσινάδας και θα λέρωνα τα χείλη μου -ίσως και τα ρούχα μου- για να γευτώ για μια ύστατη φορά αυτή τη γλύκα την ανοιξιάτικη που κάποτε χώρεσε η καρδιά μου.
Με τον ερχομό της εαρινής συμφωνίας μου ήρθαν στο μυαλό οι πρώτες αγάπες, οι παιδικές και οι έρωτες οι εφηβικοί. Τα υπέροχα άνθη της αμυγδαλιάς που μοιάζουν να της πιάνουν τρυφερά τα χέρια, αγαπούν σαν παιδί...Ομορφαίνουν με τα αγνά χρώματα τους και σκορπούν μια ευωδία γλυκιά, σαν το πολυπόθητο γλύκισμα που ένα παιδικό χέρι θα κόψει στα δυο για να το μοιραστεί.
Και οι μαργαρίτες που χορεύουν στο πρωινό αεράκι, έχουν κάτι από την ήβη ενός παιδιού, που λαχταρά για ζωή και ελευθερία.
Αγάπες που μοιάζουν ξεχασμένες στο πέρασμα του χρόνου, αγάπες που μοσχοβολούσαν σαν απλωμένη μπουγάδα από ασπρόρουχα και εξαργύρωσαν με τον πιο ακριβό και πολύτιμο τρόπο το πέρασμα μια ψυχής από την αθωότητα.
Μια μικρούλα καρδιά χωράει μονάχα μέσα στην άνοιξη. Ανθίζει μόνο με έναν τρόπο ευγενικό και διακριτικό και ύστερα γνωρίζει τις άλλες εποχές, τις απόλυτες. Μια καρδιά ενήλικη πια, κατασταλάζει σε μια γωνιά του χειμώνα ή απορροφά τις καυτές ακτίνες του καλοκαιριού.
Σε αυτούς λοιπόν τους έρωτες, με το χαμηλό μπόι, τα παχουλά χέρια, τα λερωμένα στόματα από σοκολάτα και τα σκισμένα μπλουτζίν, θα ύψωνα ένα ποτήρι με βαθύ κόκκινο χρώμα βυσσινάδας και θα λέρωνα τα χείλη μου -ίσως και τα ρούχα μου- για να γευτώ για μια ύστατη φορά αυτή τη γλύκα την ανοιξιάτικη που κάποτε χώρεσε η καρδιά μου.
Word Chimes