Ποτέ πριν στο παρελθόν δεν είχε αντιμετωπίσει το απόλυτο λευκό με τόση εχθρότητα. Καθόταν ώρες ολόκληρες και το κοίταζε απειλητικά, έτοιμος να το καταπιεί μέσα από το βλοσυρό του βλέμμα αλλά και με μια αδιαμφισβήτητη συστολή σαν να είχε υποταγεί στην μεγαλοπρεπή υπεροχή του.
Οι άγραφες σελίδες πρόβαλαν σαν ένα βουνό άσπρου όγκου μέσα στα χέρια του και καθώς τις ξεφύλλιζε επαναλαμβάνοντας την πράξη του αυτή, εκείνες ολοένα αυξάνονταν συστηματικά. Νέα φύλλα πρόσθεταν το βάρος τους σε ένα ήδη βαρύ φορτίο και έφτασε μαζί με αυτό να κουβαλά μέσα του και μια απόλυτη βαριά απαισιοδοξία. Αυτή η τυραννία είναι γνώριμη σε κάθε επίδοξο γραφιά, αυτόν που η επιθυμία να ορίσει τον κόσμο του μέσα από έναν γνήσιο λόγο, καίει το εσωτερικό του σαν τη φλόγα που σιγοκαίει το κερί.
Να βάλει τότε μια φωτιά, αντάξια αυτής που πυρώνει τα σωθικά του, καίγοντας τις άκρες του συστήματος από το οποίο ξεκινούσε το κακό. Να κατατροπώσει τον εχθρό της σκέψης του αλοιώνοντας την αγνή επιβολή που ασκεί πάνω στο πνεύμα του το ανήσυχο, το πνεύμα αυτό που λαχταρά να λερώσει την ιερή σιωπή της περισυλλογής.
Μα ποιο το όφελος, συλλογίστηκε. Έχω ένα δαίμονα επίμονο και πεισματάρη που κατοικεί στο κεφάλι μου. Με φλόγες έχτισε το σπίτι του και με υλικά ενός αμαρτωλού κόσμου σύστασε την ουσία του. Θα τον πάρω από το χέρι και θα αφήσω το δικό του να λάβει τη θέση του δικού μου χεριού. Η δική του φωτιά θα κάψει τις σελίδες μου, γιατί η δική του φωτιά μπορεί να κάψει το χαρτί με το σωστό τον τρόπο.
Θα πυρώσει τα γράμματα, να καίνε τόσο που να αφήνουν αποτύπωμα στα μάτια που θα τα διατρέξουν. Τα γράμματα αυτά που τώρα με δυσκολία κυλώ από το χείλος του μυαλού μου, πετώντας τα με κόπο στην λευκή θάλασσα του τετραδίου μου, θα ορθόσουν και θα ξετυλίξουν τη χάρη τους σαν άλλες γοργόνες, πλάσματα μιας γλώσσας ικανής να μαγέψει κάθε περαστικό ταξιδευτή.
Θα σταματήσω να κυνηγώ τις φράσεις, που όσο εγώ τις κυνηγώ τόσο αυτές γλιστράνε μέσα από τα χέρια μου σαν ψάρια καλυμένα από αστραφτερά λέπια. Μα σαν χαμένο θησαυρό θα τις αφήσω να πάρουν τις θέσεις τους και να κρυφτούν καλά, λαμπιρίζοντας σε κάθε γενναίο βουτηχτή που θα τολμήσει με μια απλωτή να μπει στο βάθος του μυαλού μου.
Γυάλισαν τα μάτια του από χαρά και τόλμη. Θα ακουμπούσε τον ώμο του δαίμονα του ίσα ίσα να τον ξυπνήσει και ύστερα χωρίς κανένα φόβο θα τον άφηνε να σεργιανίσει στα χαρτιά του. Ήξερε πολύ καλά πως υπάρχουν δαίμονες που χτίζουν αντί να γκρεμίζουν και έτσι θα έχτιζε σιγά σιγά μια ακόμη παρθενική λευκή έκταση σου.
Οι άγραφες σελίδες πρόβαλαν σαν ένα βουνό άσπρου όγκου μέσα στα χέρια του και καθώς τις ξεφύλλιζε επαναλαμβάνοντας την πράξη του αυτή, εκείνες ολοένα αυξάνονταν συστηματικά. Νέα φύλλα πρόσθεταν το βάρος τους σε ένα ήδη βαρύ φορτίο και έφτασε μαζί με αυτό να κουβαλά μέσα του και μια απόλυτη βαριά απαισιοδοξία. Αυτή η τυραννία είναι γνώριμη σε κάθε επίδοξο γραφιά, αυτόν που η επιθυμία να ορίσει τον κόσμο του μέσα από έναν γνήσιο λόγο, καίει το εσωτερικό του σαν τη φλόγα που σιγοκαίει το κερί.
Να βάλει τότε μια φωτιά, αντάξια αυτής που πυρώνει τα σωθικά του, καίγοντας τις άκρες του συστήματος από το οποίο ξεκινούσε το κακό. Να κατατροπώσει τον εχθρό της σκέψης του αλοιώνοντας την αγνή επιβολή που ασκεί πάνω στο πνεύμα του το ανήσυχο, το πνεύμα αυτό που λαχταρά να λερώσει την ιερή σιωπή της περισυλλογής.
Μα ποιο το όφελος, συλλογίστηκε. Έχω ένα δαίμονα επίμονο και πεισματάρη που κατοικεί στο κεφάλι μου. Με φλόγες έχτισε το σπίτι του και με υλικά ενός αμαρτωλού κόσμου σύστασε την ουσία του. Θα τον πάρω από το χέρι και θα αφήσω το δικό του να λάβει τη θέση του δικού μου χεριού. Η δική του φωτιά θα κάψει τις σελίδες μου, γιατί η δική του φωτιά μπορεί να κάψει το χαρτί με το σωστό τον τρόπο.
Θα πυρώσει τα γράμματα, να καίνε τόσο που να αφήνουν αποτύπωμα στα μάτια που θα τα διατρέξουν. Τα γράμματα αυτά που τώρα με δυσκολία κυλώ από το χείλος του μυαλού μου, πετώντας τα με κόπο στην λευκή θάλασσα του τετραδίου μου, θα ορθόσουν και θα ξετυλίξουν τη χάρη τους σαν άλλες γοργόνες, πλάσματα μιας γλώσσας ικανής να μαγέψει κάθε περαστικό ταξιδευτή.
Θα σταματήσω να κυνηγώ τις φράσεις, που όσο εγώ τις κυνηγώ τόσο αυτές γλιστράνε μέσα από τα χέρια μου σαν ψάρια καλυμένα από αστραφτερά λέπια. Μα σαν χαμένο θησαυρό θα τις αφήσω να πάρουν τις θέσεις τους και να κρυφτούν καλά, λαμπιρίζοντας σε κάθε γενναίο βουτηχτή που θα τολμήσει με μια απλωτή να μπει στο βάθος του μυαλού μου.
Γυάλισαν τα μάτια του από χαρά και τόλμη. Θα ακουμπούσε τον ώμο του δαίμονα του ίσα ίσα να τον ξυπνήσει και ύστερα χωρίς κανένα φόβο θα τον άφηνε να σεργιανίσει στα χαρτιά του. Ήξερε πολύ καλά πως υπάρχουν δαίμονες που χτίζουν αντί να γκρεμίζουν και έτσι θα έχτιζε σιγά σιγά μια ακόμη παρθενική λευκή έκταση σου.
Word Chimes