...Εμφανίστηκε ντυμένη νεράιδα.
Είχε αγοράσει ένα ζευγάρι διάφανα φτερά που είχε κολλήσει με μαγικό τρόπο στην πλάτη της και ένα στενό φόρεμα σε ρόζ χρώμα που άφηνε ακάλυπτα τα ψήλα και λεπτεπίλεπτα πόδια της.
Τα μαλλιά της μαύρα, όπως και τα μάτια της, έπεφταν σαν αραχνοΰφαντο στη ράχη της και γυάλιζαν από την ασημόσκονη.
Μπαίνοντας στη αίθουσα που ήταν ο κόσμος μαζεμένος, όλα τα μάτια καρφώθηκαν επάνω της. Ο τρόπος που κινούνταν πάνω στα γυαλιστερά της άσπρα γοβάκια έσπειρε πολλές συγκινήσεις. Ένα παραμύθι είχε ζωντανέψει μπροστά στα μάτια όλων.
Tο αγέρωχο ύφος της, την έκανε να μοιάζει σαν κάτι απρόσιτο. Ένα άλογο ατίθασο με πλούσια μαύρη χαίτη είχε μεταμορφωθεί σε γυναίκα και συνέχιζε να καλπάζει με τα ανθρώπινα τώρα πόδια του.
Εκείνο το βράδυ ένας «ιππότης», μια «αρκούδα» και ένας «ιερέας» προσπάθησαν να γίνουν ο πρίγκιπας του παραμυθιού.
Στο δικό τους παραμύθι όμως δεν υπήρξε ποτέ το αίσιο τέλος. Ο «ιππότης» έφυγε με το κεφάλι σκυμμένο όπως θα γύριζε από μια ηττημένη μάχη. Η «αρκούδα» παρέμεινε με σκυθρωπό ύφος καθ’ όλη τη βραδιά λες και κάποιος να της είχε προσφέρει ένα βάζο με μέλι και απότομα να της το πήρε πίσω.
Όσον για τον «ιερέα» του παραμυθιού..Κόντευε να χαθεί μέσα στα ράσα του από την ντροπή του. Είχε μόλις αμαρτήσει και δεν μπορούσε να κρυφτεί από την κριτική ματιά του θεού...
Word Chimes