Άνοιξε τα μάτια της και βρέθηκε σε αίθουσα γεμάτη κόσμο.
Στα πρόσωπα φεγγοβολούσαν χαμόγελα ευτυχίας μπλεγμένα με χαμόγελα που τηρούσαν με τον καλύτερο τρόπο τους όρους άγραφων συμβολαίων περί κοινωνικών περιστάσεων.
Προσπάθησε να ενταχθεί, αφού πρώτα συνειδητοποίησε πως δεν χωρούσε στα κατά άλλα μεγάλα τετραγωνικά, καταφέρνοντας να στριμωχτεί ανάμεσα στη χαρά και το κέφι που διεκδικούσαν την πρωτιά και την κέρδιζαν.
Τσαλακώνοντας λίγο από τον εαυτό της, ένιωθε άβολα μέσα στα ρούχα της, κάτι σαν ρούχα- κοστούμια για ειδικές περιστάσεις.
Ποτέ της δεν είχε συμπαθήσει τις "στολές", αυτές που έπρεπε να καθορίζουν τη σοβαρότητα σου, την οικονομική ή την κοινωνική σου θέση, ακόμα και το σεβασμό, που έπρεπε ούτως ή άλλως να έχεις ως αδιαμφισβήτητο δικαίωμα.
Φοβήθηκε πως θα την πιάσει φαγούρα. Πως θα άρχιζε να ξύνεται ακατάπαυστα από αλλεργική αντίδραση μεταφέροντας τον ιό της ασυμβατότητας σε όλη την αίθουσα.
Χαμογέλασε στη σκέψη των καλεσμένων να ξύνονται όλοι μαζί και ο ένας να ξύνει τον άλλο σαν μαϊμούδες που κάνουν την καθημερινή τους καθαριότητα.
Αυτός θα ήταν ένας σίγουρος τρόπος για να εντοπιστούν οι "εκτός τόπου και θέσης".
Ήταν βέβαιη πως κάπως έτσι θα ονομάτιζε ο γιατρός την περίπτωση της.
"Πάσχετε από το σύνδρομο "εκτός τόπου και θέσης". Βρίσκεστε παντού και πουθενά ταυτόχρονα και παράλληλα δεν καταλαμβάνεται καμία θέση. Είναι για εσάς είτε στενές, είτε τόσο ευρύχωρες που χάνεστε όπως μια σταγόνα λάδι σε νερό. Φαινομενικά εκεί μα πάντα ξέχωρο υλικό".
Δεν ήξερε αν τις σκέψεις αυτές έπρεπε να τις λάβει σοβαρά υπόψιν της ή απλά να συνεχίσει να χαμογελάει.
Για την ώρα παρατηρούσε τον κόσμο, που τώρα είχε πάρει πάλι την ανθρώπινη μορφή του και προσπαθούσε να σφραγίσει τη μέρα με χορούς ψυχικής ανάτασης, σα να μη έμελλε ποτέ να έλθει η σαρωτική δύναμη της ίδιας της ανθρώπινης φύσης που ξεγράφει από το μνημονικό της κάθε στιγμή ανέμελης και σχεδόν παιδικής στάσης μπρος στη ζωή.
Τους ζήλευε που μπορούσαν να αφεθούν στη στιγμή αλλά και λυπόταν που το σύντομο παιχνίδι της ζωής είχε μετατραπεί σε ένα δρόμο στρωμένο με τσιμεντένιους κανόνες, ανάλατες συνταγές και ταμπέλες κυκολοφορίας βαμμένες με το έντονο κόκκινο χρώμα.
Ίσως θα έπρεπε κάποιος να προειδοποιεί πως από την αρχή αυτού του δρόμου υπάρχει σήμα αδιεξόδου, για να χαίρεται κανείς τη διαδρομή ουσιαστικά και να μην τον μέλλουν έπειτα όλα τα άλλα.
"Πρέπει να έχει δίκιο ο γιατρός" σκέφτηκε. "Βρίσκομαι πάλι εκτός τόπου και θέσης" και ύψωσε το ποτήρι της για να ευχηθεί καλή ζωή στο νιόπαντρο ζευγάρι.
Στα πρόσωπα φεγγοβολούσαν χαμόγελα ευτυχίας μπλεγμένα με χαμόγελα που τηρούσαν με τον καλύτερο τρόπο τους όρους άγραφων συμβολαίων περί κοινωνικών περιστάσεων.
Προσπάθησε να ενταχθεί, αφού πρώτα συνειδητοποίησε πως δεν χωρούσε στα κατά άλλα μεγάλα τετραγωνικά, καταφέρνοντας να στριμωχτεί ανάμεσα στη χαρά και το κέφι που διεκδικούσαν την πρωτιά και την κέρδιζαν.
Τσαλακώνοντας λίγο από τον εαυτό της, ένιωθε άβολα μέσα στα ρούχα της, κάτι σαν ρούχα- κοστούμια για ειδικές περιστάσεις.
Ποτέ της δεν είχε συμπαθήσει τις "στολές", αυτές που έπρεπε να καθορίζουν τη σοβαρότητα σου, την οικονομική ή την κοινωνική σου θέση, ακόμα και το σεβασμό, που έπρεπε ούτως ή άλλως να έχεις ως αδιαμφισβήτητο δικαίωμα.
Φοβήθηκε πως θα την πιάσει φαγούρα. Πως θα άρχιζε να ξύνεται ακατάπαυστα από αλλεργική αντίδραση μεταφέροντας τον ιό της ασυμβατότητας σε όλη την αίθουσα.
Χαμογέλασε στη σκέψη των καλεσμένων να ξύνονται όλοι μαζί και ο ένας να ξύνει τον άλλο σαν μαϊμούδες που κάνουν την καθημερινή τους καθαριότητα.
Αυτός θα ήταν ένας σίγουρος τρόπος για να εντοπιστούν οι "εκτός τόπου και θέσης".
Ήταν βέβαιη πως κάπως έτσι θα ονομάτιζε ο γιατρός την περίπτωση της.
"Πάσχετε από το σύνδρομο "εκτός τόπου και θέσης". Βρίσκεστε παντού και πουθενά ταυτόχρονα και παράλληλα δεν καταλαμβάνεται καμία θέση. Είναι για εσάς είτε στενές, είτε τόσο ευρύχωρες που χάνεστε όπως μια σταγόνα λάδι σε νερό. Φαινομενικά εκεί μα πάντα ξέχωρο υλικό".
Δεν ήξερε αν τις σκέψεις αυτές έπρεπε να τις λάβει σοβαρά υπόψιν της ή απλά να συνεχίσει να χαμογελάει.
Για την ώρα παρατηρούσε τον κόσμο, που τώρα είχε πάρει πάλι την ανθρώπινη μορφή του και προσπαθούσε να σφραγίσει τη μέρα με χορούς ψυχικής ανάτασης, σα να μη έμελλε ποτέ να έλθει η σαρωτική δύναμη της ίδιας της ανθρώπινης φύσης που ξεγράφει από το μνημονικό της κάθε στιγμή ανέμελης και σχεδόν παιδικής στάσης μπρος στη ζωή.
Τους ζήλευε που μπορούσαν να αφεθούν στη στιγμή αλλά και λυπόταν που το σύντομο παιχνίδι της ζωής είχε μετατραπεί σε ένα δρόμο στρωμένο με τσιμεντένιους κανόνες, ανάλατες συνταγές και ταμπέλες κυκολοφορίας βαμμένες με το έντονο κόκκινο χρώμα.
Ίσως θα έπρεπε κάποιος να προειδοποιεί πως από την αρχή αυτού του δρόμου υπάρχει σήμα αδιεξόδου, για να χαίρεται κανείς τη διαδρομή ουσιαστικά και να μην τον μέλλουν έπειτα όλα τα άλλα.
"Πρέπει να έχει δίκιο ο γιατρός" σκέφτηκε. "Βρίσκομαι πάλι εκτός τόπου και θέσης" και ύψωσε το ποτήρι της για να ευχηθεί καλή ζωή στο νιόπαντρο ζευγάρι.
Word Chimes