Το θυμάμαι καλά. Ήταν χειμώνας όταν πρωτάκουσα τον ήχο του. Ήμουν πολύ μικρή για να αναγνωρίσω το άκουσμα του αλλά αρκετά περίεργη για να μάθω απο που έρχονταν οι διαπεραστικές του νότες.
Σύντομα έμαθα ότι ο περίεργος και ξεχωριστός ήχος που τρυπούσε με έναν πρωτόγνωρο τρόπο τα αυτιά μου, ερχόταν απο το διαμέρισμα του πάνω ορόφου.
Μια νέα οικογένεια είχε εγκατασταθεί και μαζί και το βιολί, που σύντομα έμαθαν να αποζητούν τα παιδικά μου αυτιά.
Κάθε μέρα, την ίδια ώρα, περίμενα με λαχτάρα και αγωνία να το ακούσω να ηχεί χωρίς να ξέρω αλήθεια το γιατί.
Εκείνες τις δύο «μουσικές» ώρες, έμοιαζα να ξεχνώ ότι διανύαμε τον πιο κρύο μήνα του χειμώνα. Μια γλυκιά ζεστασιά πλημμύριζε το κορμί μου, παραπλανητική τόσο ώστε να πετώ τις χοντρές μου κάλτσες και να «παιδιαρίζω» πηδώντας απο το κρεβάτι στο σχεδόν ετοιμόρροπο ξύλινο τραπέζι του δωματίου μου.
Ήταν φυσικό να μην γνωρίζω αν ο βιολιστής «δούλευε» το δοξάρι του πάνω σε γνωστές και αξιέπαινες παρτιτούρες, αλλά εξίσου φυσικό να το ακούω και να νιώθω ότι πρόκειται για κάτι μαγικό, ίσως και κάτι φανταστικό που το παιδικό μου μυαλό είχε πλάσει.
Ένα χρόνο μου κράτησε συντροφιά η μουσική του πάνω ορόφου.
Κανείς δεν έμαθε τον λόγο που εκείνες τις συγκεκριμένες ώρες, βρισκόμουν πάντα κλειδωμένη στο μικρό αλλά παραφορτωμένο από παλιά έπιπλα δωμάτιο μου και γιατί έβαζα τα κλάματα όταν μάταια περίμενα να ακούσω τις μελωδίες που γέμιζαν την παιδική μου ψυχή, έτσι όπως μόνο μπορεί, αυτό που δεν περιγράφεται με λόγια.
Και έτσι ξαφνικά, όπως εμφανίστηκε και πήρε θέση στη ζωή μου, έπαψε να ηχεί.
Ακόμη θυμάμαι εκείνη την τελευταία ημέρα.
Ένιωθα κουρασμένη για παιχνίδια γι’αυτό και βολεύτηκα στην παλιά κουνιστή πολυθρόνα. Το βιολί με είχε ήδη καλωσορίσει, όταν τα μάτια μου καρφώθηκαν στα λιγοστά πεσμένα φύλλα του δρόμου. Είχε έρθει πάλι ο χειμώνας.
Τα έβλεπα να λικνίζονται ρυθμικά πίσω απο το παράθυρο, κάθε φορά που ο βοριάς φυσούσε δυνατά. Όταν μάλιστα το έκανε δαιμονισμένα, τότε εκείνα έμοιαζαν να χορεύουν τανγκό, παραδίδοντας μαθήματα μέσα στη μανία του χειμώνα. Και έτσι όπως κουνιόμουν και εγώ, μπρός πίσω με την παλιά κουνιστή καρέκλα, ήταν σαν να χορεύω μαζί τους στον ρυθμό του γείτονα.
Όταν πια συνειδητοποίησα ότι το βιολί είχε σιγήσει για πάντα, τα πόδια μου παρέμειναν παγωμένα μέχρι το τέλος του χειμώνα.
Τα χρόνια όμως πέρασαν και με βρήκαν στην εφηβική μου πλάνη. Σε εκείνη τη στιγμή της ζωής που νιώθεις μοναξιά, πεπεισμένη ότι είσαι μόνη ανάμεσα στον κόσμο.Τις ώρες εκείνες που ένιωθα ένα τεράστιο κενό να μεγαλώνει απειλητικά μέσα μου, έτοιμο να με καταπιεί, έβρισκα καταφύγιο στις σελίδες βιβλίων.
Όλα εκείνα που είχα ανάγκη να μάθω, όλες οι απαντήσεις που έψαχνα, βρίσκονταν εκεί και περίμεναν εμένα να τις ανακαλύψω.
Ζούσα μέσα απο τις μελαγχολικά ερωτικές ιστορίες του Γρηγόριου Ξενόπουλου, ονειρευόμουν το ταξίδι μου στην «Ιθάκη» και ένιωθα το κεφάλι μου έτοιμο να σπάσει, όταν καταπιανόμουν με τη φιλοσοφία. Λέξεις, λέξεις...
Όμορφες λέξεις γραμμένες σε αράδες με μια δύναμη ακατανόητη. Μια επιρροή που μόνο κάτι μαγικό μπορεί να την ασκήσει και ικανή να σε υπνωτίσει χωρίς να σου θολώνει το μυαλό.
Μια πένα σχεδόν θεϊκή που μαθαίνεις να αγαπάς χωρίς να φθίνει η αγάπη σου γι’αυτήν με το πέρασμα των χρόνων. Και όσο μεγαλώνει η αγάπη σου, τόσο αυτή σε συντροφεύει.
Και ήταν περίπου εκείνη την περίοδο, των σχολικών χρόνων, που «γνωρίστηκα» με τη ζωγραφική. Ήταν Απρίλης και το σχολείο είχε κανονίσει μια εκδρομή στην Εθνική Πινακοθήκη. Ήταν η πρώτα φορά που θα έβλεπα πίνακες, αληθινούς πίνακες, από κοντά και αυτό ήταν αρκετό για να με ενθουσιάσει.
Και χωρίς να ξέρω γιατί και πως, τα μάτια μου, έτσι απλά, μαγνητίστηκαν. Από τότε πιστεύω κάτι, ότι τραβήξει τη ματιά σου έχει κερδίσει το σκοπό του.
Κάπως έτσι, έφτασα να γοητεύομαι από τον Salvador Dali. Από όλα αυτά που κρύβονται πίσω απο το μυαλό του καλλιτέχνη. Από την έμπνευση εκείνη, που λερώνει το πινέλο με μπογιά και «γεμίζει» με χρώμα τον άδειο καμβά.
Ένας πίνακας είναι σαν μια ψυχή. Την ψυχή του ανθρώπου που «βλέπει» τα αόρατα και τα κάνει ορατά. Είναι ο ανθρώπινος τρόπος του, να ξορκίσει τους δαιμονές από το κεφάλι του και τους φόβους απο την καρδιά του.
Όταν πάλι κάτι όμορφο αποτυπώνεται στο λευκό, πρόκειται για μια ομορφιά ανίκητη στο χρόνο.
Τα δύσκολα εφηβικά χρόνια πέρασαν και με έφεραν αντιμέτωπη με νέες προκλήσεις.
Μπαίνοντας στον κόσμο των «μεγάλων», άφησα πίσω μου κάθε ίχνος παιδικής αφέλειας και φαντασίας για να συνειδητοποιήσω με τρόμο ότι ο κόσμος των ενηλίκων είναι πιο σκληρός από ότι τον φανταζόμουν.
Τώρα δεν μπορούσα πια να τρέξω στην αγκαλιά της μαμάς, σε κάθε δυσκολία, ούτε να χωθώ κάτω απο τις κουβέρτες μέχρι να περάσει η μπόρα.
Μοναδική μου διέξοδος, το θεατρικό σανίδι. Η διαφυγή από την δική μου πεζή πραγματικότητα.
Κάθε φορά που γινόμουν μία άλλη, κάθε φορά που φορούσα μια «μάσκα», φανταζόμουν τον εαυτό μου μπροστά από έναν καθρέφτη, να φορά αυτό το αόρατο προσωπείο.
Βρισκόταν πάντα εκεί, πάνω στο προσωπό μου, καθόλη τη διάρκεια μιας παράστασης. Αόρατο αλλά «υπαρκτό». Και εξαφανιζόταν σιγά σιγά, αφού κατέβαινα απο τη σκηνή, κάνοντας με να νιώθω σαν να ξυπνώ από έναν λήθαργο και να βρίσκομαι πίσω ξανά στον δικό μου κόσμο.
Σαν σήμερα θυμάμαι την πρώτη μου παράσταση.
Το έργο οι «Μεγάλες Προσδοκίες» και εγώ μια Estella τρομαγμένη και χαμένη παρά σκληρή και ψυχρή. Και έστεκα εκεί μπροστά στα μάτια του κόσμου σαν άγαλμα, ελπίζοντας πως το κοινό θα με δεί σαν μια νέα Αφροδίτη της Μήλου!
Σήμερα πια, όλα έχουν αλλάξει. Σκέψεις φόβου και ερινύες του παρελθόντος έχουν λάβει θέση στο μυαλό μου.
Όταν όμως έρθει εκείνη η στιγμή, η ώρα που όλη η ζωή μου θα περάσει μπροστά απο τα μάτια μου, σαν μια ταινία καταγεγραμμένη από κάμερα, εύχομαι να είναι γεμάτη από όμορφα «πλάνα», σαν αυτά των Ευρωπαϊκών κινηματογραφικών ταινιών που συνήθιζα να βλέπω τα ζεστά βράδια του καλοκαιριού, στο σινεμά της γειτονιάς μου. Μια ζωή σαν την Εβδομη Τέχνη!
Word Chimes
Σύντομα έμαθα ότι ο περίεργος και ξεχωριστός ήχος που τρυπούσε με έναν πρωτόγνωρο τρόπο τα αυτιά μου, ερχόταν απο το διαμέρισμα του πάνω ορόφου.
Μια νέα οικογένεια είχε εγκατασταθεί και μαζί και το βιολί, που σύντομα έμαθαν να αποζητούν τα παιδικά μου αυτιά.
Κάθε μέρα, την ίδια ώρα, περίμενα με λαχτάρα και αγωνία να το ακούσω να ηχεί χωρίς να ξέρω αλήθεια το γιατί.
Εκείνες τις δύο «μουσικές» ώρες, έμοιαζα να ξεχνώ ότι διανύαμε τον πιο κρύο μήνα του χειμώνα. Μια γλυκιά ζεστασιά πλημμύριζε το κορμί μου, παραπλανητική τόσο ώστε να πετώ τις χοντρές μου κάλτσες και να «παιδιαρίζω» πηδώντας απο το κρεβάτι στο σχεδόν ετοιμόρροπο ξύλινο τραπέζι του δωματίου μου.
Ήταν φυσικό να μην γνωρίζω αν ο βιολιστής «δούλευε» το δοξάρι του πάνω σε γνωστές και αξιέπαινες παρτιτούρες, αλλά εξίσου φυσικό να το ακούω και να νιώθω ότι πρόκειται για κάτι μαγικό, ίσως και κάτι φανταστικό που το παιδικό μου μυαλό είχε πλάσει.
Ένα χρόνο μου κράτησε συντροφιά η μουσική του πάνω ορόφου.
Κανείς δεν έμαθε τον λόγο που εκείνες τις συγκεκριμένες ώρες, βρισκόμουν πάντα κλειδωμένη στο μικρό αλλά παραφορτωμένο από παλιά έπιπλα δωμάτιο μου και γιατί έβαζα τα κλάματα όταν μάταια περίμενα να ακούσω τις μελωδίες που γέμιζαν την παιδική μου ψυχή, έτσι όπως μόνο μπορεί, αυτό που δεν περιγράφεται με λόγια.
Και έτσι ξαφνικά, όπως εμφανίστηκε και πήρε θέση στη ζωή μου, έπαψε να ηχεί.
Ακόμη θυμάμαι εκείνη την τελευταία ημέρα.
Ένιωθα κουρασμένη για παιχνίδια γι’αυτό και βολεύτηκα στην παλιά κουνιστή πολυθρόνα. Το βιολί με είχε ήδη καλωσορίσει, όταν τα μάτια μου καρφώθηκαν στα λιγοστά πεσμένα φύλλα του δρόμου. Είχε έρθει πάλι ο χειμώνας.
Τα έβλεπα να λικνίζονται ρυθμικά πίσω απο το παράθυρο, κάθε φορά που ο βοριάς φυσούσε δυνατά. Όταν μάλιστα το έκανε δαιμονισμένα, τότε εκείνα έμοιαζαν να χορεύουν τανγκό, παραδίδοντας μαθήματα μέσα στη μανία του χειμώνα. Και έτσι όπως κουνιόμουν και εγώ, μπρός πίσω με την παλιά κουνιστή καρέκλα, ήταν σαν να χορεύω μαζί τους στον ρυθμό του γείτονα.
Όταν πια συνειδητοποίησα ότι το βιολί είχε σιγήσει για πάντα, τα πόδια μου παρέμειναν παγωμένα μέχρι το τέλος του χειμώνα.
Τα χρόνια όμως πέρασαν και με βρήκαν στην εφηβική μου πλάνη. Σε εκείνη τη στιγμή της ζωής που νιώθεις μοναξιά, πεπεισμένη ότι είσαι μόνη ανάμεσα στον κόσμο.Τις ώρες εκείνες που ένιωθα ένα τεράστιο κενό να μεγαλώνει απειλητικά μέσα μου, έτοιμο να με καταπιεί, έβρισκα καταφύγιο στις σελίδες βιβλίων.
Όλα εκείνα που είχα ανάγκη να μάθω, όλες οι απαντήσεις που έψαχνα, βρίσκονταν εκεί και περίμεναν εμένα να τις ανακαλύψω.
Ζούσα μέσα απο τις μελαγχολικά ερωτικές ιστορίες του Γρηγόριου Ξενόπουλου, ονειρευόμουν το ταξίδι μου στην «Ιθάκη» και ένιωθα το κεφάλι μου έτοιμο να σπάσει, όταν καταπιανόμουν με τη φιλοσοφία. Λέξεις, λέξεις...
Όμορφες λέξεις γραμμένες σε αράδες με μια δύναμη ακατανόητη. Μια επιρροή που μόνο κάτι μαγικό μπορεί να την ασκήσει και ικανή να σε υπνωτίσει χωρίς να σου θολώνει το μυαλό.
Μια πένα σχεδόν θεϊκή που μαθαίνεις να αγαπάς χωρίς να φθίνει η αγάπη σου γι’αυτήν με το πέρασμα των χρόνων. Και όσο μεγαλώνει η αγάπη σου, τόσο αυτή σε συντροφεύει.
Και ήταν περίπου εκείνη την περίοδο, των σχολικών χρόνων, που «γνωρίστηκα» με τη ζωγραφική. Ήταν Απρίλης και το σχολείο είχε κανονίσει μια εκδρομή στην Εθνική Πινακοθήκη. Ήταν η πρώτα φορά που θα έβλεπα πίνακες, αληθινούς πίνακες, από κοντά και αυτό ήταν αρκετό για να με ενθουσιάσει.
Και χωρίς να ξέρω γιατί και πως, τα μάτια μου, έτσι απλά, μαγνητίστηκαν. Από τότε πιστεύω κάτι, ότι τραβήξει τη ματιά σου έχει κερδίσει το σκοπό του.
Κάπως έτσι, έφτασα να γοητεύομαι από τον Salvador Dali. Από όλα αυτά που κρύβονται πίσω απο το μυαλό του καλλιτέχνη. Από την έμπνευση εκείνη, που λερώνει το πινέλο με μπογιά και «γεμίζει» με χρώμα τον άδειο καμβά.
Ένας πίνακας είναι σαν μια ψυχή. Την ψυχή του ανθρώπου που «βλέπει» τα αόρατα και τα κάνει ορατά. Είναι ο ανθρώπινος τρόπος του, να ξορκίσει τους δαιμονές από το κεφάλι του και τους φόβους απο την καρδιά του.
Όταν πάλι κάτι όμορφο αποτυπώνεται στο λευκό, πρόκειται για μια ομορφιά ανίκητη στο χρόνο.
Τα δύσκολα εφηβικά χρόνια πέρασαν και με έφεραν αντιμέτωπη με νέες προκλήσεις.
Μπαίνοντας στον κόσμο των «μεγάλων», άφησα πίσω μου κάθε ίχνος παιδικής αφέλειας και φαντασίας για να συνειδητοποιήσω με τρόμο ότι ο κόσμος των ενηλίκων είναι πιο σκληρός από ότι τον φανταζόμουν.
Τώρα δεν μπορούσα πια να τρέξω στην αγκαλιά της μαμάς, σε κάθε δυσκολία, ούτε να χωθώ κάτω απο τις κουβέρτες μέχρι να περάσει η μπόρα.
Μοναδική μου διέξοδος, το θεατρικό σανίδι. Η διαφυγή από την δική μου πεζή πραγματικότητα.
Κάθε φορά που γινόμουν μία άλλη, κάθε φορά που φορούσα μια «μάσκα», φανταζόμουν τον εαυτό μου μπροστά από έναν καθρέφτη, να φορά αυτό το αόρατο προσωπείο.
Βρισκόταν πάντα εκεί, πάνω στο προσωπό μου, καθόλη τη διάρκεια μιας παράστασης. Αόρατο αλλά «υπαρκτό». Και εξαφανιζόταν σιγά σιγά, αφού κατέβαινα απο τη σκηνή, κάνοντας με να νιώθω σαν να ξυπνώ από έναν λήθαργο και να βρίσκομαι πίσω ξανά στον δικό μου κόσμο.
Σαν σήμερα θυμάμαι την πρώτη μου παράσταση.
Το έργο οι «Μεγάλες Προσδοκίες» και εγώ μια Estella τρομαγμένη και χαμένη παρά σκληρή και ψυχρή. Και έστεκα εκεί μπροστά στα μάτια του κόσμου σαν άγαλμα, ελπίζοντας πως το κοινό θα με δεί σαν μια νέα Αφροδίτη της Μήλου!
Σήμερα πια, όλα έχουν αλλάξει. Σκέψεις φόβου και ερινύες του παρελθόντος έχουν λάβει θέση στο μυαλό μου.
Όταν όμως έρθει εκείνη η στιγμή, η ώρα που όλη η ζωή μου θα περάσει μπροστά απο τα μάτια μου, σαν μια ταινία καταγεγραμμένη από κάμερα, εύχομαι να είναι γεμάτη από όμορφα «πλάνα», σαν αυτά των Ευρωπαϊκών κινηματογραφικών ταινιών που συνήθιζα να βλέπω τα ζεστά βράδια του καλοκαιριού, στο σινεμά της γειτονιάς μου. Μια ζωή σαν την Εβδομη Τέχνη!
Word Chimes