Ήταν απόγευμα όταν φούσκωσε ξανά το μπαλόνι της ευτυχίας τους. Στρογγυλό και γυαλιστερό αλλά όχι με την γνωστή τάση να σηκώνεται και να ξεφεύγει από τα χέρια με πορεία κατευθείαν στο ταβάνι. Σαν εγκλώβιζε τον αέρα των πνευμόνων τους, πήγαινε δεξιά και αριστερά, χτυπούσε από τον ένα τοίχο στον άλλο με μια αργή διαδικασία σαν να ήθελε να βγει από αυτόν τον χώρο που του εμπόδιζε το ταξίδι.
Όσο βρίσκονταν εκεί, όλο και μεγάλωνε και έπαιρνε σχεδόν απειλητικές διαστάσεις γεμίζοντας από κάθε ανάσα, από κάθε αναστεναγμό. Και έμοιαζε να έχει τόση δύναμη, χωρίς να φοβάται να συσσωρεύσει λίγο ακόμη συναίσθημα μήπως και στο τέλος σκάσει από την πίεση.
Όχι δεν κινδύνευε από αυτό. Είχε μάθει πια την αποστολή του και "δούλευε" χωρίς φόβο μα με πολύ πάθος τις μέρες εκείνες που ζούσε την υπόσταση του σαν μπαλόνι. Ήθελε να φουσκώνει όλο και περισσότερο, ήθελε να χτυπάει πορεύοντας νωχελικά στους τοίχους και να βγάζει έναν ήχο μιας ιδέας από γρατζούνισμα για να δηλώνει την ύπαρξη του.
Το μόνο που φοβόταν ήταν το επαναλαμβανόμενο τέλος. Κάθε φορά, άδειαζε και ξεφούσκωνε με έναν γρήγορο, καθόλου παρήγορο τρόπο, αφήνοντας εκείνες τις στιγμές ένα άλλο είδος ήχου, έναν συριστικό, όπως βγάζουν δυο χείλη για να επιβάλλουν τη σιωπή. Και ήταν αυτή τη σιωπή που φοβόταν, αυτή τη δύσκολη στιγμή του τέλους μιας πράξης που θα ήθελε να αποφύγει.
Κάποιες φορές σκεφτόταν να το σκάσει πριν καν το πάρουν χαμπάρι. Να γλυστρίσει μουλωχτά μέσα από το μισάνοιχτο παράθυρο ενώ βρισκόταν δίπλα. Ήξερε τότε πως θα ήταν ελεύθερο για το ταξίδι του, όμως κάθε φορά επέστρεφε πίσω και συνέχιζε να κινείται μέσα στους τέσσερις εκείνους τοίχους. Το μόνο που ήθελε ήταν ένα χέρι να το οδηγήσει στην ελευθερία, να το κρατά νοερά για να μη φοβάται τον κόσμο έξω από εκείνο το δωμάτιο που έμαθε να ζει. Μόνο τότε θα είχε την ευκαιρία, αλλιώς το ταξίδι του σαν δραπέτης θα ήταν μισερό.
Ίσως για αυτό να συνέχιζε να υπάρχει και να φουσκώνει ακόμα. Ένα μπαλόνι με περιορισμούς μοιάζει να έχει μεγαλύτερο χρόνο ζωής, γλυτώνοντας από τις κακοτοπιές και από τις σκληρές επιφάνειες που θα το εξουδετέρωναν μια και έξω. Γι'αυτό σαν μπαλόνι δεν ήταν αχάριστο. Προτιμούσε να αδειάζει κάθε τόσο μα να σηκώνεται ξανά ψηλά, μέχρι εκεί που μπορούσε να φτάσει, από το να ζήσει την ουτοπία του ελεύθερου αέρα, που ίσως να κρατούσε μόλις για λίγα λεπτά.
Και όταν θα ερχόταν το πραγματικό τέλος, όταν δεν θα υπήρχαν πλέον ανάσες για να το φουσκώσουν και να του δώσουν το όμορφο στρογγυλό του σχήμα, δεν θα το καταλάβαινε...Θα ήταν σαν να έχει πέσει σε ένα βαθύ γλυκό ύπνο, χωρίς τον τρόμο ενός βίαιου, ξαφνικού θανάτου που κάνει δυνατό κρότο. Θα έπαυε να υπάρχει έτσι ήσυχα όπως είχε εμφανιστεί.
Εκείνο το απόγευμα, το μπαλόνι του δωματίου πήγε και ήρθε αμέτρητες φορές πέρα δώθε και τελείωσε τις διαδρομές του με ευχαρίστηση για όλα αυτά που του επέτρεψαν να ζήσει αλλά και για αυτά που δεν είχαν σκοπό να του χαρίσουν.
Όσο βρίσκονταν εκεί, όλο και μεγάλωνε και έπαιρνε σχεδόν απειλητικές διαστάσεις γεμίζοντας από κάθε ανάσα, από κάθε αναστεναγμό. Και έμοιαζε να έχει τόση δύναμη, χωρίς να φοβάται να συσσωρεύσει λίγο ακόμη συναίσθημα μήπως και στο τέλος σκάσει από την πίεση.
Όχι δεν κινδύνευε από αυτό. Είχε μάθει πια την αποστολή του και "δούλευε" χωρίς φόβο μα με πολύ πάθος τις μέρες εκείνες που ζούσε την υπόσταση του σαν μπαλόνι. Ήθελε να φουσκώνει όλο και περισσότερο, ήθελε να χτυπάει πορεύοντας νωχελικά στους τοίχους και να βγάζει έναν ήχο μιας ιδέας από γρατζούνισμα για να δηλώνει την ύπαρξη του.
Το μόνο που φοβόταν ήταν το επαναλαμβανόμενο τέλος. Κάθε φορά, άδειαζε και ξεφούσκωνε με έναν γρήγορο, καθόλου παρήγορο τρόπο, αφήνοντας εκείνες τις στιγμές ένα άλλο είδος ήχου, έναν συριστικό, όπως βγάζουν δυο χείλη για να επιβάλλουν τη σιωπή. Και ήταν αυτή τη σιωπή που φοβόταν, αυτή τη δύσκολη στιγμή του τέλους μιας πράξης που θα ήθελε να αποφύγει.
Κάποιες φορές σκεφτόταν να το σκάσει πριν καν το πάρουν χαμπάρι. Να γλυστρίσει μουλωχτά μέσα από το μισάνοιχτο παράθυρο ενώ βρισκόταν δίπλα. Ήξερε τότε πως θα ήταν ελεύθερο για το ταξίδι του, όμως κάθε φορά επέστρεφε πίσω και συνέχιζε να κινείται μέσα στους τέσσερις εκείνους τοίχους. Το μόνο που ήθελε ήταν ένα χέρι να το οδηγήσει στην ελευθερία, να το κρατά νοερά για να μη φοβάται τον κόσμο έξω από εκείνο το δωμάτιο που έμαθε να ζει. Μόνο τότε θα είχε την ευκαιρία, αλλιώς το ταξίδι του σαν δραπέτης θα ήταν μισερό.
Ίσως για αυτό να συνέχιζε να υπάρχει και να φουσκώνει ακόμα. Ένα μπαλόνι με περιορισμούς μοιάζει να έχει μεγαλύτερο χρόνο ζωής, γλυτώνοντας από τις κακοτοπιές και από τις σκληρές επιφάνειες που θα το εξουδετέρωναν μια και έξω. Γι'αυτό σαν μπαλόνι δεν ήταν αχάριστο. Προτιμούσε να αδειάζει κάθε τόσο μα να σηκώνεται ξανά ψηλά, μέχρι εκεί που μπορούσε να φτάσει, από το να ζήσει την ουτοπία του ελεύθερου αέρα, που ίσως να κρατούσε μόλις για λίγα λεπτά.
Και όταν θα ερχόταν το πραγματικό τέλος, όταν δεν θα υπήρχαν πλέον ανάσες για να το φουσκώσουν και να του δώσουν το όμορφο στρογγυλό του σχήμα, δεν θα το καταλάβαινε...Θα ήταν σαν να έχει πέσει σε ένα βαθύ γλυκό ύπνο, χωρίς τον τρόμο ενός βίαιου, ξαφνικού θανάτου που κάνει δυνατό κρότο. Θα έπαυε να υπάρχει έτσι ήσυχα όπως είχε εμφανιστεί.
Εκείνο το απόγευμα, το μπαλόνι του δωματίου πήγε και ήρθε αμέτρητες φορές πέρα δώθε και τελείωσε τις διαδρομές του με ευχαρίστηση για όλα αυτά που του επέτρεψαν να ζήσει αλλά και για αυτά που δεν είχαν σκοπό να του χαρίσουν.
Word Chimes