Γεννήθηκα με το ένα πόδι κάτω στο χώμα και το ένα χέρι απλωμένο ψηλά στον ουρανό. Κομμάτι μου μύριζε επίγειο παράδεισο και μια πτυχή μου αλώνιζε στους δρόμους των ονείρων.
Πατούσα γερά.Άφηνα σημάδια κάθε που έβρεχε, μα μόνο στα σύννεφα κατάφερα να χτίσω.
Εκεί τίποτα δεν φαίνεται, τίποτα δεν αντανακλά το σχήμα του, μα η ολόφωτη δύναμη του σε διαπερνά όπως η ελάχιστη δέσμη φωτός σκορπάει το σκοτάδι.
Και τα άλλα δυο μου άκρα, αβάφτιστα...Χωρίς να ανήκουν πουθενά κρέμονται. Το ένα σέρνεται πίσω από το άλλο και το δεύτερο σαν σπασμένο κλαρί περιμένει να υψωθεί μήπως και νιώσει ελευθερία.
Και όλα μαζί, ένα σύνολο ενός ανθρώπου τεμαχισμένου.
Ένα ύφασμα ακριβό...γεμάτο μπαλώματα.
Πατούσα γερά.Άφηνα σημάδια κάθε που έβρεχε, μα μόνο στα σύννεφα κατάφερα να χτίσω.
Εκεί τίποτα δεν φαίνεται, τίποτα δεν αντανακλά το σχήμα του, μα η ολόφωτη δύναμη του σε διαπερνά όπως η ελάχιστη δέσμη φωτός σκορπάει το σκοτάδι.
Και τα άλλα δυο μου άκρα, αβάφτιστα...Χωρίς να ανήκουν πουθενά κρέμονται. Το ένα σέρνεται πίσω από το άλλο και το δεύτερο σαν σπασμένο κλαρί περιμένει να υψωθεί μήπως και νιώσει ελευθερία.
Και όλα μαζί, ένα σύνολο ενός ανθρώπου τεμαχισμένου.
Ένα ύφασμα ακριβό...γεμάτο μπαλώματα.
Word Chimes