Η γειτονιά έσφυζε απο ζωή -γέλια παιδιών, φωνές ενηλίκων, τραγούδια εντόμων- μα η ακοή μου εστίασε μόνο σ'αυτό. Καθώς ο ακορντεονίστας πατούσε τα πλήκτρα και πηγαινοέφερνε τη φυσούνα, ένιωθα τις μελωδίες του να αναβλύζουν απο μέσα μου...Κάποιος ψηλάφιζε το σώμα μου και έβρισκε τους κρυφούς του ήχους.
Πάνε χρόνια τώρα που το ίδιο ακορντεόν ηχεί απο τη μια άκρη του δρόμου έως την άλλη. Δεν έμαθα ποτέ ποιος είναι ο μυστικός οργανοπαίκτης αλλά ούτε και το θέλησα. Θα έχανε τούτο το μουσικό μυστήριο το μαγικό του πέπλο και εγώ την ανάγκη μου να φαντάζομαι πως ίσως το ακορντεόν αυτό το ακούω μονάχα εγώ.
Κατά ένα περίεργο λόγο, το ακούω πάντα να ηχεί όταν έρχεται η μελαγχολία να μου κρατήσει συντροφιά. Και πάντα σκέφτομαι πως κάπως έτσι θα μιλά η αλλιώτικη φωνή μου. Τη φωνή αυτή που δεν μπορεί να ακούσει κανείς, και που πότε μιλά γλυκά και με γεμίζει ευτυχία, πότε στο άκουσμα της με πλημμυρίζει με μελωδικά δάκρυα.
Και ο ακορντεονίστας...Δεν έχει σχηματίσει τη μορφή του το μυαλό μου. Μόνο μια εικόνα...Δυο αντρικά παπούτσια, ένα υφασμάτινο παντελόνι και ένα ζευγάρι χέρια, ξέχωρα απο το σώμα να κρατούν το ακορντεόν. Χέρια απο τον αγκώνα και κάτω, με δάχτυλα και παλάμες ροζιασμένες απ'τα χρόνια.
Θα'θελα να μπορούσα να μετρήσω τις γραμμές τους...Τα αυλάκια που σχηματίστηκαν πάνω στο δέρμα τους, σαν να ξεφυλλίζω λεύκωμα ζωής.
...Αυτή η μεγάλη γραμμή, η πιο βαθιά, φαντάζει πιο έντονη, πιο ροδαλή. Μοιάζει με την αγάπη που χάραξε πάνω στα χέρια του ακορντεονίστα ένα όνομα, ανίκανο να το σβήσει το γήρας του μυαλού και του σώματος. Και παραδίπλα, σαν σε συνέχεια αυτής της ροδαλής γραμμής, μια ακόμη....Άγρια στην υφή και τόσο σκούρα, σχεδόν μαύρη. Ένας αποχωρισμός...Τραχύς, αδυσώπητος...
Να'ναι τάχα αυτός ο λόγος που ο οργανοπαίκτης της γειτονιάς χαρίζει τη μουσική του; Σαν κάποιος να θέλει να την ακούσει, συγκεντρώνοντας σε αυτή τον ήχο των μοναχικών του χρόνων, τα πικρά πρωϊνά, τα ατελείωτα βράδια και τον γλυκό πόνο των αναμνήσεων.
Ναι...Πάνε πολλά χρόνια που ακούω το ακορντεόν. Το θυμάμαι έντονα χειμώνα και καλοκαίρι. Τα δυο άκρα, τις δυο εποχές που σηματοδοτούν τις μεγάλες αλλαγές. Το χειμώνα η ζωή θα μοιάζει πιο κρύα για τον ακορντεονίστα. Η μοναξιά θα περονιάζει το σώμα του...Το σώμα αυτό με τα δυο πόδια και τα δυο ξέχωρα χέρια.
Και το καλοκαίρι...Με ποιον να μοιραστεί τη θέρμη του...Με ποιον να μοιραστεί τις ζεστές ακτίνες του φωτός που δίνουν την αίσθηση της ζωής που ξαναγεννιέται...
Γι'αυτό και εγώ, χθες βράδυ δανείστηκα τον ήχο του.
Όχι δεν είναι δικός μου....Είναι του ακορντεονίστα και της μελωδικής του μοναξιάς που στέλνει μηνύματα για να τα αρπάξει κάθε μελαγχολία. Κάθε μελαγχολία που μοιάζει με τη δική μου...
Word Chimes