Όταν το βλέμμα μου συνάντησε το δικό της, ένιωσα έστω και λίγο πως είναι να είσαι εκείνη....
Μια κοπέλα γύρω στα 30, μόνη, καθισμένη στην άκρη κοντά στο παράθυρο, καθώς το τρένο άφηνε γρήγορα πίσω του σταθμούς.
Καπως φοβισμένη, κάπως απομονωμένη σε ένα κόσμο δικό της, μέσα στον κόσμο των υπολοίπων.
Φορούσε μαύρα ρούχα και είχε σκούρο, θεατρικό μακιγιάζ, αλλά τα μεγάλα, γουρλωμένα μάτια της ήταν ικανά να τραβήξουν όλη σου την προσοχή.
Πάνω στα αδύνατα, σχεδόν σκελετωμένα πόδια της κρατούσε ένα ντοσιέ. Σελίδες αποσπασματικές σαν τις σκόρπιες σκέψεις της.
Και ξάφνου την ακούω να σιγοτραγουδά! Σαν εσωτερική προσευχή να ξορκίζει τους προσωπικούς της δαίμονες. Νότες μπερδεμένες και ασχημάτιστες. Η δική της μελωδία που καλύπτει τις μέρες και τις νύχτες της, ένα soundtrack ζωής.
Κοιτάζω να δω αν κρατούσε ομπρέλα. Είχε μονάχα το ντοσιέ. Τη φαντάζομαι να περπατά γοργά στο δρόμο κάτω απο τη βροχή και να δέχεται με ευχαρίστηση τις σταγόνες στο πρόσωπο της και στο κεφάλι της. Να εισχωρούν στο μυαλό της και να παίρνουν μακριά ότι το θολώνει.
Μα όταν θα σταματήσει η βροχή και καθαρίσει ο ουρανός, στο δικό της κόσμο θα έχει πάλι συννεφιά. Γκρίζα σύννεφα θα την κυκλώσουν και η ματιά της θα γίνει πάλι απόκοσμη.
Και σε ένα άλλο βαγόνι, ίσως κάπου μακρυά απο εδώ, κάποιος άλλος ανταλλάσει κλεφτές ματιές με ένα κορίτσι σαν και αυτό...
Word Chimes
Μια κοπέλα γύρω στα 30, μόνη, καθισμένη στην άκρη κοντά στο παράθυρο, καθώς το τρένο άφηνε γρήγορα πίσω του σταθμούς.
Καπως φοβισμένη, κάπως απομονωμένη σε ένα κόσμο δικό της, μέσα στον κόσμο των υπολοίπων.
Φορούσε μαύρα ρούχα και είχε σκούρο, θεατρικό μακιγιάζ, αλλά τα μεγάλα, γουρλωμένα μάτια της ήταν ικανά να τραβήξουν όλη σου την προσοχή.
Πάνω στα αδύνατα, σχεδόν σκελετωμένα πόδια της κρατούσε ένα ντοσιέ. Σελίδες αποσπασματικές σαν τις σκόρπιες σκέψεις της.
Και ξάφνου την ακούω να σιγοτραγουδά! Σαν εσωτερική προσευχή να ξορκίζει τους προσωπικούς της δαίμονες. Νότες μπερδεμένες και ασχημάτιστες. Η δική της μελωδία που καλύπτει τις μέρες και τις νύχτες της, ένα soundtrack ζωής.
Κοιτάζω να δω αν κρατούσε ομπρέλα. Είχε μονάχα το ντοσιέ. Τη φαντάζομαι να περπατά γοργά στο δρόμο κάτω απο τη βροχή και να δέχεται με ευχαρίστηση τις σταγόνες στο πρόσωπο της και στο κεφάλι της. Να εισχωρούν στο μυαλό της και να παίρνουν μακριά ότι το θολώνει.
Μα όταν θα σταματήσει η βροχή και καθαρίσει ο ουρανός, στο δικό της κόσμο θα έχει πάλι συννεφιά. Γκρίζα σύννεφα θα την κυκλώσουν και η ματιά της θα γίνει πάλι απόκοσμη.
Και σε ένα άλλο βαγόνι, ίσως κάπου μακρυά απο εδώ, κάποιος άλλος ανταλλάσει κλεφτές ματιές με ένα κορίτσι σαν και αυτό...
Word Chimes