Αυτή φοβήθηκα περισσότερο στη ζωή μου. Την ευτυχία.
Αυτή γλυκιά και πρόσκαιρη και ο φόβος της πικρός και βαθύς.
Κυνηγάς τη χαρά με μια κρυμμένη θλίψη μέσα σου, γιατί γνωρίζεις πως αυτή δεν πρόκειται ποτέ να τη νιώσεις όπως νιώθεις τον πόνο....Θαρρείς και ο άνθρωπος έχει γεννηθεί πιο τραγικός και από τις ίδιες του τις τραγωδίες.
Γελάς, με το γέλιο εκείνο που ξεριζώνει κάθε ασχήμια από μέσα σου και ξεσπάς σε γοερά κλάματα γιατί τόλμησες να τραντάξεις ότι όλον αυτόν τον καιρό κατάφερες να καταπιείς για να το θάψεις.
Και γελάς, και κλαις...Και κλαις και γελάς, γιατί καμιά στιγμή της ζωής σου δεν πίστεψες ότι σου άξιζε η ευτυχία.
Και όλο την αναζητάς, σε μέρη, σε πρόσωπα, στα νοερά κάστρα που χτίζεις στην άμμο και ο φόβος για δαύτη μεγαλώνει. Μην τυχόν και φανεί, μην τυχόν και δεν την καταλάβεις, μήπως καταφέρεις να τη γευτείς και έπειτα τη χάσεις.
Αλλά πιο πολύ φοβάσαι μήπως και η ζωή σου την ξεπληρώσει ακριβά. Σα να ζυγίζει η ευτυχία όσα μύρια δεινά, ζυγισμένα σε μια παλάτσα που είτε έφτιαξε η μοίρα για σενα είτε τη σμίλεψες εσύ στον χειρότερο σου εφιάλτη.
Η μοίρα..Το ίδιο βαριά..Σιδερένια μπάλα φυλακισμένου που τη σέρνεις σε κάθε σου βήμα, αλυσοδεμένος με όλα αυτά που γράφτηκαν για σενα...Κι αν πάλι έχεις απλά παραδωθεί; Αν δεσμεύτηκες οικειοθελώς με μια άδικη μοιρά και τώρα απολαμβάνεις τη δήθεν εξυπνάδα σου για να δικαιολογήσεις την απραξία και την ανυπαρξία σου;
Συνέχισε να φοβάσαι. Είναι αυτό που ξέρεις καλά να κάνεις. Ντύσου παλιάτσος με γέλια και με κλάματα και άσε την ευτυχία να σου χτυπά την πόρτα.
Αυτή απλή και σεμνή καλεσμένη και εσύ ένας οικοδεσπότης
που δεν θέλησες ποτέ να την καλοδεχθείς.
©Word Chimes