Βαριανάσανε ο γαιδαράκος καθώς ανέβηκε στην κορυφή του λόφου. Τα πόδια του έμοιαζαν να τρέμουν μα τα αστεία του αυτιά στέκονταν ακόμα όρθια.
Ο μπαρμπά-Χρήστος έβαλε το χέρι του, που είχε κοκκινήσει από το κρύο, στο μεγάλο του κεφάλι και το χάιδεψε με τα τραχειά του δάχτυλα.
-Κάμε να ξαποστάσεις γαιδαράκο μου, είπε στο ζωντανό ξεκινώντας έναν μονόλογο που όμως έμοιαζε με διάλογο καθώς η ηχώ γύριζε πίσω τη φωνή του.
-Δεν έχουμε περάσει και λίγα οι δυο μας. Τα χρόνια μάτωσαν τα πόδια μας και λύγισαν τα κορμιά μας. Όμως δεν ξεχνώ πως εγώ ήμουνα πάντοτε η αιτία των δικών σου δεινών. Εγώ σου φόρτωνα τη ράχη με απίστευτο βάρος, εγώ σε τράβαγα με πείσμα στην ανηφοριά να συνεχίσεις, όταν εσύ κάμωνες από την κούραση. Δεν είναι λίγο να σε πιρωνιάζει το ψιλόβροχο και να σκίζεις τις οπλές σου στους κακοτράχαλους δρόμους.
-Θαρρείς δεν ξέρω πως είναι να'σαι γάιδαρος; Υπήρξα λεύτερος σ'όλη μου τη ζωή μα νομίζω πως ξέρω πως είναι να'χεις ένα ζυγό στη πλάτη. Ένα σαμάρι στους δυο μου ώμους θα ήταν αβάσταχτο....και ένα σκοινί στο λαιμό θα πλήγιαζε την ψυχή μου πιότερο.
-Φέτος θα σου κάνω ένα δώρο. Το σκέφτηκα καλά, θα σε βαφτίσω. Κυρ-Γιώργη θα σε πω. Δεν είν'όνομα τυχαίο. Του πατέρα τις χάρες έχεις. Φόρτωνε και αυτός τις πλάτες του με της ζωής τα βάρη και άχνα δεν έβγαζε. Σαν και σενα. Μονάχα σαν ο βοριάς τον έπιανε και πάγωνε τα κόκκαλα του, βογγούσε ο δύσμοιρος στον ύπνο του. Και η κυρά-Γιώργαινα δοκίμαζε όλα τα γιατροσόφια της πάνω του, μπας και τον ισιώσει μια ώρα αρχύτερα.
-Ναι... Κυρ-Γιώργη θα σε πω. Γιατί σαν σύντροφος πιστός μου στάθηκες όλα δα τα χρόνια. Και σαν έρθουν τα Χριστούγεννα, μαζί με μενα θα γιορτάσεις. Ο άγιος που πήρες το όνομα σου υπήρξε θαραλλέος, σκότωσε το δράκο. Εσύ όμως υπομένεις. Τι πιο ιερό από αυτό;
-Άντε πάμε κυρ-Γιώργη και σαν τελείωσουμε και σήμερα θα σε φιλέψω ότι λαχταράς. Ναι...Ξέρω πως είναι να'σαι γάιδαρος, γιατί το ξεροκόμματο σκίζει το λαιμό μου, σαν τα αγκάθια που σ'αρέσει να μασάς. Τι και αν το βρίσκω πάνω σε τραπέζι..Τι κι αν δεν σκύβω το κεφάλι για να το βρω...
Έκαμε να κινήσει ο Κυρ-Γιώργης και τα πόδια του βάσταγαν πιο γερά.
Ο μπαρμπά-Χρήστος έβαλε το χέρι του, που είχε κοκκινήσει από το κρύο, στο μεγάλο του κεφάλι και το χάιδεψε με τα τραχειά του δάχτυλα.
-Κάμε να ξαποστάσεις γαιδαράκο μου, είπε στο ζωντανό ξεκινώντας έναν μονόλογο που όμως έμοιαζε με διάλογο καθώς η ηχώ γύριζε πίσω τη φωνή του.
-Δεν έχουμε περάσει και λίγα οι δυο μας. Τα χρόνια μάτωσαν τα πόδια μας και λύγισαν τα κορμιά μας. Όμως δεν ξεχνώ πως εγώ ήμουνα πάντοτε η αιτία των δικών σου δεινών. Εγώ σου φόρτωνα τη ράχη με απίστευτο βάρος, εγώ σε τράβαγα με πείσμα στην ανηφοριά να συνεχίσεις, όταν εσύ κάμωνες από την κούραση. Δεν είναι λίγο να σε πιρωνιάζει το ψιλόβροχο και να σκίζεις τις οπλές σου στους κακοτράχαλους δρόμους.
-Θαρρείς δεν ξέρω πως είναι να'σαι γάιδαρος; Υπήρξα λεύτερος σ'όλη μου τη ζωή μα νομίζω πως ξέρω πως είναι να'χεις ένα ζυγό στη πλάτη. Ένα σαμάρι στους δυο μου ώμους θα ήταν αβάσταχτο....και ένα σκοινί στο λαιμό θα πλήγιαζε την ψυχή μου πιότερο.
-Φέτος θα σου κάνω ένα δώρο. Το σκέφτηκα καλά, θα σε βαφτίσω. Κυρ-Γιώργη θα σε πω. Δεν είν'όνομα τυχαίο. Του πατέρα τις χάρες έχεις. Φόρτωνε και αυτός τις πλάτες του με της ζωής τα βάρη και άχνα δεν έβγαζε. Σαν και σενα. Μονάχα σαν ο βοριάς τον έπιανε και πάγωνε τα κόκκαλα του, βογγούσε ο δύσμοιρος στον ύπνο του. Και η κυρά-Γιώργαινα δοκίμαζε όλα τα γιατροσόφια της πάνω του, μπας και τον ισιώσει μια ώρα αρχύτερα.
-Ναι... Κυρ-Γιώργη θα σε πω. Γιατί σαν σύντροφος πιστός μου στάθηκες όλα δα τα χρόνια. Και σαν έρθουν τα Χριστούγεννα, μαζί με μενα θα γιορτάσεις. Ο άγιος που πήρες το όνομα σου υπήρξε θαραλλέος, σκότωσε το δράκο. Εσύ όμως υπομένεις. Τι πιο ιερό από αυτό;
-Άντε πάμε κυρ-Γιώργη και σαν τελείωσουμε και σήμερα θα σε φιλέψω ότι λαχταράς. Ναι...Ξέρω πως είναι να'σαι γάιδαρος, γιατί το ξεροκόμματο σκίζει το λαιμό μου, σαν τα αγκάθια που σ'αρέσει να μασάς. Τι και αν το βρίσκω πάνω σε τραπέζι..Τι κι αν δεν σκύβω το κεφάλι για να το βρω...
Έκαμε να κινήσει ο Κυρ-Γιώργης και τα πόδια του βάσταγαν πιο γερά.
Word Chimes