{...}Δεν είσαι πια παρά ένα μάτι. Ένα τεράστιο σταθερό μάτι, που βλέπει τα πάντα, τόσο το γυρμένο σώμα-σου, όσο και εσένα, που παρατηρείς παρατηρούμενος, λες και το μάτι-σου έχει εντελώς αναποδογυρίσει στην κογχή-του και σε παρατηρεί χωρίς λέξη, εσένα, το εσωτερικό-σου, το μαύρο, κενό, πρασινωπό, τρομαγμένο, αδύναμο εσωτερικό-σου. Σε κοιτάζει και σε καρφώνει. Δε θα πάψεις ποτέ να κοιτάζεις τον εαυτό -σου. Δεν μπορείς να κάνεις τίποτα, δεν μπορείς να γλυτώσεις απ'τον εαυτό -σου, δεν μπορείς να γλυτώσεις απ'το βλέμμα -σου δε θα μπορέσεις ποτέ: ακόμη κι αν κατάφερνες να αποκοιμηθείς τόσο βαθιά που κανένα τράνταγμα, κανένα κάλεσμα, καμιά φλόγα δε θα μπορούσαν να σε ξυπνήσουν, θα υπήρχε ακόμη αυτό το μάτι, το μάτι-σου, που δε θα κλείσει ποτέ, που δε θα αποκοιμηθεί ποτέ. Βλέπεις τον εαυτό-σου, βλέπεις τον εαυτό-σου καθώς σε βλέπει, τον κοιτάζεις καθώς σε κοιτάζει. Ακόμη κι αν ξυπνούσες, το όραμα-σου θα έμενε το ίδιο, απαράλλαχτο. Ακόμη κι αν κατάφερνες να προσθέσεις στα βλέφαρα-σου χιλιάδες, εκατομμύρια άλλα βλέφαρα, θα υπήρχε ακόμη πίσω-τους, αυτό το μάτι, για να σε βλέπει. Δεν κοιμάσαι, αλλά ο ύπνος δεν πρόκειται να ξανάρθει. Δεν είσαι ξύπνιος και θα ξυπνήσεις ποτέ. Δεν είσαι νεκρος και ούτε ο θάνατος θα μπορούσε να σε λυτρώσει...
{...}
Γαλλικός Τίτλος: Un homme qui dort
Εκδόσεις Θεωρία, 1983