Δεν άντεχε άλλο τη βοή του δρόμου.Τάχυνε το βήμα της προσθέτοντας τον ήχο των τακουνιών της σαν ένα ιντερλούδιο στη σχιζοφρενική πράξη που παιζόταν-φωνές, κορναρίσματα και άλλα ηχητικά κύματα που ξεχύνονταν από και προς πάσα κατεύθυνση.
Πόσο την ενόχλησε και ο βηματισμός της. Θα προτιμούσε να περπατήσει ξυπόλητη ώσπου να φτάσει σπίτι, να φτάσει όσο το δυνατόν γρηγορότερα, να πετάξει τα παπούτσια σε μια γωνιά, τα ρούχα από το σώμα της που τρίβονταν πάνω της σαν μοιρολόι, το εκνευριστικό επαναλαμβανόμενο κύλισμα της ώρας πάνω στους δείκτες του ρολογιού που φορούσε στο χέρι της.
Ύστερα θα έβαζε το διακόπτη της φωνής της στη θέση off. Το τηλεφωνικό κέντρο που περνούσε την μισή της μέρα την ανάγκαζε σε κατάχρηση. Πολλές φορές όταν ένιωθε το λαιμό της αρκετά κουρασμένο σκεφτόταν πως ένα δοξάρι περνούσε πάνω από τις φωνητικές της χορδές και τις έκανε να σκούζουν, όταν αυτές πια είχαν στραγγίξει από λέξεις και φράσεις και μόνο δια της βίας κατάφερναν να λειτουργούν.
Εκείνες τις στιγμές της ημέρας που μπορούσε να περιβάλλει τον εαυτό της με καθησυχαστική σιγή, τις λογάριαζε σαν πολυτέλεια. Σαν το απαλό και διακριτικό άγγιγμα του βαμβακιού ένιωθε την ησυχία να γαργαλάει την ύπαρξη της και εκείνη σχεδόν σαν άγαλμα, ακούνητη, χωρίς περιττά στροβιλίσματα έπαιρνε μια στάση και έμοιαζε με ξεκούρδιστο παιχνίδι που είχε σωθεί από ενέργεια και δεν μπορούσε να παράγει την παραμικρή κίνηση.
Τι ευτυχία αυτή η σιωπή! Αυτός ο λακωνικός τρόπος ύπαρξης ερχόταν σε αντίθεση με τη φλύαρη ζωή που εκτυλισσόταν καθημερινά. Και τι δεν θα έδινε να μετέτρεπε τον κόσμο σε ήρωες βουβής ταινίας, πρόσωπα με καθαρές εκφράσεις, χωρίς τη παραπλανητική δύναμη της φωνής. Κι αν ο άνθρωπος δεν μπορούσε να βολευτεί μέσα στην απόλυτη σιωπή, θα προτιμούσε να δημιουργήσει έναν άλλον κόσμο, ένα κόσμο ψιθύρων, πολύ διαφορετικό από αυτόν που γνώριζε. Ένα κόσμο που θα ένιωθε την αγάπη και δεν θα την βροντοφώναζε.
Πόσο είχε συμφωνήσει με τα λόγια του Σαίξπηρ...Όταν μιλάς για την αγάπη πρέπει να το κάνεις ψιθυριστά. Ίσα ίσα να ακουμπάς τη γλώσσα σου πάνω στο όνομα της. Γιατί η γλώσσα λανθάνει, προτρέχει αυτόβουλη και σφάλει -σχεδόν-πάντα. Μέσα στα ζαχαρένια λόγια της χάνεται η απόλυτη αλήθεια αλλά και όταν πάλι ξεστομίζει λέξεις κοφτερές και ασήκωτες απ'το βάρος, λερώνει το πιο λευκό αίσθημα του ανθρώπου.
Χωρίς να το καταλάβει κρατούσε στα χέρια της το ασημένιο μενταγιόν που στάθηκε η αιτία να ονειροπολεί και να φαντάζεται έναν κόσμο γεμάτο ψιθύρους. Ένα απλό τετράγωνο απο ασήμι, μια μικρογραφία ταμπέλας, που κάποτε είχε γραμμένο επάνω του με έντονα μαύρα γράμματα "μίλα μου ψιθυριστά σαν μου μιλάς γι'αγάπη". Τώρα είχε ξεθωριάσει, όπως είχε ξεθωριάσει και ο ψίθυρος αφού τον κάλυψαν όλων των ειδών οι φωνές-προστακτικές, γοερές, ψεύτικες, σκληρές, ανήσυχες, γεμάτες αμφιβολία.
Το είχε πέρασε στο λαιμό της και δεν την ένοιαξε καθόλου η κακή του εμφάνιση. Ένας ψίθυρος είναι αρκετός, δεν ζήτησε ποτέ γιρλάντες η αγάπη. Τουλάχιστον στην αγάπη μπορούσε να κρατήσει την πολύτιμη σιώπη που χρειαζόταν.
Πόσο την ενόχλησε και ο βηματισμός της. Θα προτιμούσε να περπατήσει ξυπόλητη ώσπου να φτάσει σπίτι, να φτάσει όσο το δυνατόν γρηγορότερα, να πετάξει τα παπούτσια σε μια γωνιά, τα ρούχα από το σώμα της που τρίβονταν πάνω της σαν μοιρολόι, το εκνευριστικό επαναλαμβανόμενο κύλισμα της ώρας πάνω στους δείκτες του ρολογιού που φορούσε στο χέρι της.
Ύστερα θα έβαζε το διακόπτη της φωνής της στη θέση off. Το τηλεφωνικό κέντρο που περνούσε την μισή της μέρα την ανάγκαζε σε κατάχρηση. Πολλές φορές όταν ένιωθε το λαιμό της αρκετά κουρασμένο σκεφτόταν πως ένα δοξάρι περνούσε πάνω από τις φωνητικές της χορδές και τις έκανε να σκούζουν, όταν αυτές πια είχαν στραγγίξει από λέξεις και φράσεις και μόνο δια της βίας κατάφερναν να λειτουργούν.
Εκείνες τις στιγμές της ημέρας που μπορούσε να περιβάλλει τον εαυτό της με καθησυχαστική σιγή, τις λογάριαζε σαν πολυτέλεια. Σαν το απαλό και διακριτικό άγγιγμα του βαμβακιού ένιωθε την ησυχία να γαργαλάει την ύπαρξη της και εκείνη σχεδόν σαν άγαλμα, ακούνητη, χωρίς περιττά στροβιλίσματα έπαιρνε μια στάση και έμοιαζε με ξεκούρδιστο παιχνίδι που είχε σωθεί από ενέργεια και δεν μπορούσε να παράγει την παραμικρή κίνηση.
Τι ευτυχία αυτή η σιωπή! Αυτός ο λακωνικός τρόπος ύπαρξης ερχόταν σε αντίθεση με τη φλύαρη ζωή που εκτυλισσόταν καθημερινά. Και τι δεν θα έδινε να μετέτρεπε τον κόσμο σε ήρωες βουβής ταινίας, πρόσωπα με καθαρές εκφράσεις, χωρίς τη παραπλανητική δύναμη της φωνής. Κι αν ο άνθρωπος δεν μπορούσε να βολευτεί μέσα στην απόλυτη σιωπή, θα προτιμούσε να δημιουργήσει έναν άλλον κόσμο, ένα κόσμο ψιθύρων, πολύ διαφορετικό από αυτόν που γνώριζε. Ένα κόσμο που θα ένιωθε την αγάπη και δεν θα την βροντοφώναζε.
Πόσο είχε συμφωνήσει με τα λόγια του Σαίξπηρ...Όταν μιλάς για την αγάπη πρέπει να το κάνεις ψιθυριστά. Ίσα ίσα να ακουμπάς τη γλώσσα σου πάνω στο όνομα της. Γιατί η γλώσσα λανθάνει, προτρέχει αυτόβουλη και σφάλει -σχεδόν-πάντα. Μέσα στα ζαχαρένια λόγια της χάνεται η απόλυτη αλήθεια αλλά και όταν πάλι ξεστομίζει λέξεις κοφτερές και ασήκωτες απ'το βάρος, λερώνει το πιο λευκό αίσθημα του ανθρώπου.
Χωρίς να το καταλάβει κρατούσε στα χέρια της το ασημένιο μενταγιόν που στάθηκε η αιτία να ονειροπολεί και να φαντάζεται έναν κόσμο γεμάτο ψιθύρους. Ένα απλό τετράγωνο απο ασήμι, μια μικρογραφία ταμπέλας, που κάποτε είχε γραμμένο επάνω του με έντονα μαύρα γράμματα "μίλα μου ψιθυριστά σαν μου μιλάς γι'αγάπη". Τώρα είχε ξεθωριάσει, όπως είχε ξεθωριάσει και ο ψίθυρος αφού τον κάλυψαν όλων των ειδών οι φωνές-προστακτικές, γοερές, ψεύτικες, σκληρές, ανήσυχες, γεμάτες αμφιβολία.
Το είχε πέρασε στο λαιμό της και δεν την ένοιαξε καθόλου η κακή του εμφάνιση. Ένας ψίθυρος είναι αρκετός, δεν ζήτησε ποτέ γιρλάντες η αγάπη. Τουλάχιστον στην αγάπη μπορούσε να κρατήσει την πολύτιμη σιώπη που χρειαζόταν.
Word Chimes