SOS


 Του έκοψαν και το ρεύμα. Το φως των κεριών στο σκοτάδι πάντα του θύμιζε την ελπίδα. Τώρα και αυτή τρεμόπαιζε και έμοιαζε έτοιμη να σβήσει. Τουλάχιστον είχε το σπίτι. Τι κι αν χρωστούσε τρία νοίκια; Είχε ακόμα το καταφύγιο του, να κρυφτεί από τη ζωή όταν ένιωθε πως δεν άντεχε τη ματιά της κατονόησης και της συμπόνιας των αγνώστων για τη κατάντια της νεότητας του.

Μόνο το νερό του είχε μείνει. Έτρεχε άφθονο και ήταν πρόθυμο να καθαρίσει το παρόν του. Και ήταν τόση ισχυρή η υγρή του δύναμη που είχε εισβάλει μέχρι και στα όνειρα του. Ένα βράδυ που έπεσε κατάκοπος από την απραγία ονειρεύτηκε πως άφησε όλες τις βρύσες του σπιτιού ανοιχτές. Πρώτα γέμισαν όλα τα δωμάτια, καθάρισαν και άστραψαν. Ύστερα το νερό άρχισε να βγαίνει από τα παράθυρα και την πόρτα ξεπλένοντας τη γειτονιά. Ύστερα την περιοχή του, και έπειτα όλους τους κεντρικούς δρόμους της Αθήνας. Δεν θα μείνει ίχνος βρωμιάς, σκέφτηκε μεταξύ ύπνου και ξύπνιου. Είναι ακριβώς ότι χρειαζόμαστε. Μια δύναμη σαρρωτική να σβήσει κάθε σημάδι ανημπορίας, εγκληματικής συνήθειας και παρακμής.

Kάθε ένας από εμάς, σαν πρώιμος απόμαχος ναυτικός θα αναγκαστεί να μπει ξανά στην πάλη με το στοιχείο της ζωής. Ίσως μια νεροποντή να φέρει το επιθυμητό αποτέλεσμα. Να πνίξει κάθε άσκοπη ανάγκη και να φέρει στην επιφάνεια την ουσία, μέσα από το υδάτινο χάος. Δεν είναι μυθική η Aτλαντίδα. Είναι η καλογυαλισμένη κοινωνία που χάθηκε και που περιμένει κάποιον να την ανακαλύψει.

Είχε ξυπνήσει με άλλη αίσθηση το επόμενο πρωί. Όπως τότε που ήταν μικρός και ήξερε πως ο πατέρας του μπορούσε να του ξαναφτιάξει το χάρτινο καραβάκι, που εκείνος είχε βυθίσει στον πάτο της λεκάνης, αυτής που είχε η μαμά του για τα ασπρόρουχα. Πόσο εύκολα το δημιουργούσε! Ο μικρός εαυτός του, του πήγαινε ένα κομμάτι χαρτί-πάντα άσπρο, τα πανιά των καραβιών είναι μόνο άσπρα-και αφού ο πατέρας του το δίπλωνε στα δυο, το έσκιζε απότομα με μεγάλη ευχαρίστηση. Ύστερα το μισό κομμάτι το ξαναδίπλωνε με τρόπο που του έμοιαζε μαγικός και με δύο, άντε τρεις κινήσεις, ένα καράβι με δυο λευκά πανιά ήταν έτοιμο για νέες -μικρές-περιπέτειες!
     
Να δώσει όνομα στο μέσο του ταξιδιού του ως καπετάνιος. Αυτό του έμενε να κάνει. Τότε, τα καράβια του, παίρναν ονόματα από τις καινούργιες λέξεις που μάθαινε στο σχολείο. Ταλάντωση, επαναφορά, βαρύγδουπος! Ο βαρύγδουπος δεν πρόφτασε να φτάσει ούτε από τη μια πλευρά της στρογγύλης λεκάνης στην άλλη. Στη μέση της διαδρομής πάνιασε και βρέθηκε μονομιάς στο βυθό χωρίς να προλάβει να εκπέμψει -άλλη λέξη αυτή- το SOS. Θα έφταιγε η φουρτούνα. Τα κύμματα της άσπρης σαπουνάδας όσο όμορφα και αν μύριζαν στάθηκαν μοιραία.

Τώρα δεν είχε λέξεις να μάθει. Τουλάχιστον δεν ήθελε. Ήθελε να ξαναθυμηθεί όσες είχε ξεχάσει. Δύναμη, κουράγιο, πείσμα....
Άνοιξε τη βρύση της μπανιέρας και δοκίμασε το νερό με το δεξί του χέρι. Ήταν παγωμένο μιας και δεν είχε ρεύμα να το ζεστάνει. Πρώτα θα το άφηνε να παγώσει τα χέρια του. Μετά σιγά σιγά θα έβαζε το ένα πόδι και ύστερα με θάρρος και το δεύτερο ώσπου να βρεθεί γυμνός κάτω από το νερό. Όταν το κεφάλι του θα δεχόταν το άγριο ξύπνημα θα ήταν σαν να βαφτίζεται ξανά. Όπως τα καράβια του. Χάρτινα εξωτερικά, όμως με την απίστευτη θέληση του ανθρώπου για ταξίδι ώστε να δημιουργούνται ξανά από την αρχή και να βαφτίζονται στα φαινομενικά ήρεμα νερά μιας λεκάνης.

Word Chimes

 

Top Blogs

Facebook Page

Pinterest

Followers

Follow this blog with bloglovin

Follow Word Chimes